ευλογιοκομμένος

ευλογιοκομμένος
η , ο изрытый оспой, рябой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευλογιοκομμένος" в других словарях:

  • ευλογιοκομμένος — η, ο και βλογιοκομμένος, η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπο τα στίγματα, τις ουλές τού εξανθήματος τής νόσου ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογιά + κομμένος (< κόβω)] …   Dictionary of Greek

  • ευλογιοκομμένος — η, ο βλ. βλογιοκομμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»